εμφαιδρύνω

εμφαιδρύνω
ἐμφαιδρύνω (Α)
1. φαιδρύνω, κάνω κάποιον φαιδρό, χαρούμενο, χαροποιώ
2. μέσ. εμφαιδρύνομαι
γίνομαι χαρούμενος, ευχαριστημένος χαίρομαι («τῇ περὶ τὸν θεὸν ἀγάπῃ ἐνεφαιδρύνετο»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”